- Ταινάριοι
- Ταινάριοιcelebrants of this festivalmasc nom/voc plΤαινάριοςcelebrants of this festivalmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ταινάριος — ία, ον, Α [Ταίναρος / Ταίναρον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ακρωτήριο Ταίναρο 2. το θηλ. Ταιναρία προσωνυμία τής Αρτέμιδος 3. (το αρσ. εν.) προσωνυμία τού Ποσειδώνος 4. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ Ταινάριοι οι μετέχοντες στα Ταινάρια … Dictionary of Greek
Ταιναρισταί — οἱ, Α [ταιναρίζω] (κατά τον Ησύχ.) «Ταινάριοι» … Dictionary of Greek